συνδέτης

συνδέτης
ο, ΝΜΑ [συνδέω]
1. αυτός που συνδέει ή ο κατάλληλος για σύνδεση, συνδετήρας ή συνδετικός («τὸν συνδέτην... τῶν ξύλων ἢ φακέλων», Νικ. Χων.)
2. ναυτ. μεταλλική ράβδος που συνδέει και στηρίζει τοιχώματα, αλλ. συνδετική ράβδος
αρχ.
συνδέσμιος, συνδεσμώτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνδέτης — one bound hand and foot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδέτην — συνδέτης one bound hand and foot masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδέτας — συνδέτᾱς , συνδέτης one bound hand and foot masc acc pl συνδέτᾱς , συνδέτης one bound hand and foot masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδετικός — ή, ό / συνδετικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνδέω] 1. αυτός που χρησιμεύει στη σύνδεση δύο ή περισσότερων πραγμάτων ή ο κατάλληλος για την παραπάνω σύνδεση (α. «συνδετικός ιστός» β. «νεῡρα συνδετικά», Γαλ.) 2. γραμμ. συμπλεκτικός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • συνδέτου — σύνδετος bound hand and foot masc/fem/neut gen sg συνδέτης one bound hand and foot masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”