- συνδέτης
- ο, ΝΜΑ [συνδέω]1. αυτός που συνδέει ή ο κατάλληλος για σύνδεση, συνδετήρας ή συνδετικός («τὸν συνδέτην... τῶν ξύλων ἢ φακέλων», Νικ. Χων.)2. ναυτ. μεταλλική ράβδος που συνδέει και στηρίζει τοιχώματα, αλλ. συνδετική ράβδοςαρχ.συνδέσμιος, συνδεσμώτης.
Dictionary of Greek. 2013.